- κατόπισθεν
- κατόπισθεν (ΑΜ, Α και κατόπισθε και κατόπιθεν)επίρρ. τοπ. κατόπιν, από πίσω, έπειτα από κάποιον (α. «κατόπισθεν ἐπήγαινα καὶ ἐκεῑνος ἔμπροσθέν μου», Λίβ. Ρόδ.β. «κατόπισθε βαλών... δουρί», Ομ. Οδ.)αρχ.1. χρον. μετά ταύτα, ακολούθως2. σε δεύτερη μοίρα («ἁ δ' ἀρετὰ κατόπισθεν θνατοῑς ἀμελεῑται», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὄπισθεν].
Dictionary of Greek. 2013.